- σπληνογραφία
- ηπεριγραφή της σπλήνας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σπληνογραφία — η, Ν ιατρ. ακτινολογική απεικόνιση τής σπλήνας μετά από ενδοφλέβια ένεση σκιερής ουσίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. splenographie (< σπλήνα + γραφία*)] … Dictionary of Greek
σπληνογραφικός — ή, ό Ν [σπληνογραφία] ιατρ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην σπληνογραφία … Dictionary of Greek
-γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… … Dictionary of Greek
σπληνογραφικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη σπληνογραφία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)